- κοντόσταυλος
- Τίτλος ανώτατων αυλικών και στρατιωτικών αξιωματούχων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και των φραγκικών κρατών. Οι βυζαντινοί κ. συγκαταλέγονταν μεταξύ των ανώτατων τιτλούχων της βυζαντινής ιεραρχίας και απολάμβαναν διάφορα προνόμια, αλλά σταδιακά ο τίτλος καταργήθηκε. Στην αυλή των Μεροβιγγειανών και των Καρολιδών, οι κ. ήταν οι υπεύθυνοι των βασιλικών στάβλων. Αργότερα, όμως, οι εξουσίες τους αυξάνονταν και θεωρούνταν υψηλοί αξιωματούχοι του στέμματος. Στα χρόνια του Φίλιππου Αύγουστου οι δικαιοδοσίες των κ. ήταν ακόμα μεγαλύτερες και την εποχή του βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππου του Ωραίου ασκούσαν καθήκοντα διοικητή επαρχίας. Μετά την προδοσία του κ. Καρόλου των Βουρβόνων (1523), η θέση του κ. έμεινε κενή έως το 1627, οπότε καταργήθηκε από τον Ρισελιέ. Το αξίωμα επανέφερε ο Ναπολέων Α’, όταν διόρισε κ. τον αδελφό του, Λουδοβίκο Βοναπάρτη. Στην Αγγλία ο τίτλος του κ. αποδιδόταν στους αξιωματικούς της αστυνομίας.
* * *και κοντόσταβλος (Μ κοντόσταβλος και κοντοστάβλος, κοντοστάβλης και κοντόσταυλος και κονοστάβλος)1. (στις χώρες τής Δυτικής Ευρώπης) κρατικός αξιωματούχος από τους μεσαιωνικούς χρόνους2. (στην Αγγλία και στις ΗΠΑ) τίτλος δικαστικών και άλλων αξιωματούχων τού κράτους3. (στο Βυζάντιο) α) ο σταβλάρχης τής αυτοκρατορικής αυλήςβ) ανώτατος αξιωματικός τού βυζαντινού στρατούγ) αρχηγός στόλου4. (στον μεσαίωνα) α) ο υπεύθυνος τού βασιλικού στάβλουβ) ανώτατος αξιωματούχος με δικαστικές δικαιοδοσίες και επιφορτισμένος με τη διοίκηση τού ιππικούγ) τίτλος τού ανώτατου διοικητή τών στρατιωτικών δυνάμεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. conestabulus με επίδραση τού βεν. contestabile].
Dictionary of Greek. 2013.